- έκκριμα
- το, -ατοςτο προϊόν της έκκρισης, ό,τι εκκρίνεται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔκκριμα — secretion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκκριμα — το (AM ἔκκριμα) προϊόν έκκρισης, αυτό που προέρχεται από έκκριση … Dictionary of Greek
ἐκκριμάτων — ἔκκριμα secretion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκρίματα — ἔκκριμα secretion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδένες — Επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητά τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
σμήγμα — Η λέξη προέρχεται από το ρήμα σμήχω = σφουγγίζω, και σημαίνει το λιπαρό έκκριμα του δέρματος. Σμηγματογόνοι εξάλλου αδένες λέγονται μικροί και κυψελοειδείς αδένες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο δέρμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. Οι… … Dictionary of Greek
βλεννογόνος — Η μεμβράνη που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια των κοίλων οργάνων, τα οποία επικοινωνούν με το εξωτερικό του σώματος. Β. έχουν για παράδειγμα οι ρινικές κοιλότητες και οι παραρινικοί κόλποι, το στόμα, ολόκληρος ο πεπτικός σωλήνας, η ουροδόχος… … Dictionary of Greek
γόνος — Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των… … Dictionary of Greek
εξωκρινείς αδένες — Αδένες οι οποίοι αποβάλλουν το έκκριμά τους, μέσω ενός εκφορητικού αγωγού, προς μια ελεύθερη επιφάνεια του σώματος, σε αντίθεση με τους ενδοκρινείς αδένες, οι οποίοι αποβάλλουν το έκκριμά τους (ορμόνες) απευθείας στο αίμα, χωρίς τη μεσολάβηση… … Dictionary of Greek